- ἀποστέγασμα
- ἀποστέγασμαprotection againstneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποστέγασμα — ἀποστέγασμα, το (Α) σκέπη για να φυλαχθεί κανείς από κάτι («ἀποστέγασμα ψύχους») … Dictionary of Greek